πηγνύντος

πηγνύντος
πήγνυμι
Aër.
pres part act masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κερατώνω — (Α κερατῶ, όω, Μ κερατώνω) [κέρας] νεοελλ. μσν. απατώ τον σύζυγο ή τη σύζυγό μου («τόν κερατώνει τον άνδρα της, τήν κερατώνει όμως κι αυτός») αρχ. 1. μεταβάλλω κάτι σε κέρατο ως προς τη σκληρότητα, σκληραίνω κάτι («πηγνύντος αὐτὸ καὶ κερατοῡντος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”